-
1 προκαθιστημι
1) заранее выставлять(φύλακας πρὸς στρατοπέδου Xen.; φυλακῆς μέ προκαθεστηκυίας Thuc.)
2) ранее устанавливатьπροκατεστησάμεθα Sext. — это мы установили выше;
ἐπὴ προκατασταθεῖσι τούτοις Sext. — по установлении этого
См. также в других словарях:
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… … Dictionary of Greek